Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Γιάννης Κωνσταντινίδης /Κώστας Γιαννίδης, ο συνθέτης με τη διπλή καλλιτεχνική ταυτότητα.




Ομάδα Πρότζεκτ Β’ Λυκείου Μουσικού Σχολείου Πειραιά

 Υπεύθυνη καθηγήτρια: Κοντοπούλου Ελίζα ΠΕ 16

Θέμα: Γιάννης Κωνσταντινίδης /Κώστας Γιαννίδης, ο συνθέτης με τη διπλή καλλιτεχνική ταυτότητα.



Η ομάδα πρότζεκτ της Β’ λυκείου του Μουσικού Σχολείου Πειραιά για τη σχολική χρονιά 2013-2014 επέλεξε να μελετήσει ένα συνθέτη που έχει την ιδιαιτερότητα να έχει γίνει γνωστός με δύο καλλιτεχνικές ταυτότητες: από τη μία πλευρά, ως Γιάννης Κωνσταντινίδης υπηρέτησε με ήθος και συνέπεια τη σοβαρή μουσική δημιουργία βασιζόμενος στον πλούτο του ελληνικού παραδοσιακού μέλους και από την άλλη, υιοθετώντας το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης, έγραψε μερικές από τις ομορφότερες μελωδίες του ελαφρού τραγουδιού, την περίοδο 1932-1960.

Σκοπός της εργασίας μας ήταν η διερεύνηση των βασικών παραμέτρων της βιογραφίας και της δημιουργικής πορείας του συνθέτη Κωνσταντινίδη/Γιαννίδη. Για τη μελέτη μας χωριστήκαμε σε τέσσερις ομάδες τριών ή τεσσάρων ατόμων, το καθένα από τα οποία εργάστηκε πάνω σε υποενότητες της έρευνας. Συγκεκριμένα, δουλέψαμε πάνω στη συγκέντρωση βιογραφικών στοιχείων και οπτικοακουστικού υλικού που αφορούσε στο συνθέτη. Επίσης, μελετήσαμε τις επιρροές που δέχτηκε από το περιβάλλον που γεννήθηκε, σπούδασε και δημιούργησε, δηλαδή τη Σμύρνη, τη Γερμανία και την Αθήνα. Επιπλέον, εντοπίσαμε τα βασικά χαρακτηριστικά των δύο καλλιτεχνικών ταυτοτήτων και επιχειρήσαμε μια υφολογική σύγκρισή τους, τόσο σε θεωρητικό επίπεδο, όσο και μέσω ακρόασης και εκτέλεσης μουσικών κομματιών. Τέλος, αναζητήσαμε ανθρώπους που έχουν μελετήσει το έργο του και ήρθαμε σε επαφή μαζί τους, ενώ στα πλαίσια ανάπτυξης μιας καλής συνεργασίας ζητήσαμε τη συμβολή και άλλων μουσικών σχημάτων που δραστηριοποιούνται στο χώρο του σχολείο, στα πλαίσια των Μουσικών Συνόλων. Το προϊόν αυτής της εργασίας παρουσιάζεται στη συνέχεια.
Η παρουσίαση του πρότζεκτ έγινε στο σχολείο μας στις 14 Ιουνίου 2014. Περιελάμβανε τόσο την παρουσίαση του θεωρητικού μέρους της εργασίας μας, υποστηριζόμενο με video και εικόνες σχετικές με τη ζωή και το έργο του συνθέτη, όσο και επιλεγμένα μουσικά κομμάτια τα οποία παρουσίασε η ομάδα πρότζεκτ, αλλά και τα μουσικά σύνολα «Συμφωνιέτα» και Ευρωπαϊκή χορωδία του σχολείου μας. Στο σημείο αυτό, πρέπει να ευχαριστήσουμε ιδιαίτερα τους καθηγητές του σχολείου μας κ. Φανή Κοσώνα και τον κ. Γιώργο Κανδρεβιώτη για την συμμετοχή τους στο εγχείρημα αυτό. Τέλος, θα θέλαμε να ευχαριστήσουμε και τον μουσικό παραγωγό και δημοσιογράφο κ. Γιώργο Τσάμπρα τόσο για το οπτικοακουστικό υλικό που μας παρείχε όσο και για την, σχετική με το θέμα μας, ομιλία του στο σχολείο μας.

Βιογραφικά στοιχεία (1903-1984)

Ο Γιάννης  Κωνσταντινίδης γεννήθηκε στην Σμύρνη το 1903, αυτό σημαίνει πως, ως παιδί, μεγάλωσε σε ένα περιβάλλον ευνοϊκό για τις καλλιτεχνικές του ανησυχίες. Πήρε τα πρώτα μαθήματα πιάνου και θεωρητικών το 1911 και γρήγορα διακρίθηκε για το ιδιαίτερο ταλέντο του. Από το 1915 αρχίζει να μελετά, κυρίως μόνος του, τη λόγια ευρωπαϊκή μουσική η οποία και θα αποτελέσει το πεδίο της μελλοντικής του συνθετικής δραστηριότητας.
Ο πατέρας του, αν και αντίθετος, αρχικά, με την επιθυμία του Γιάγκου να συνεχίσει τις μουσικές του σπουδές στο εξωτερικό, διαβλέποντας την πορεία διαμόρφωσης των ιστορικών συνθηκών στη Μ. Ασία και φοβούμενος την επερχόμενη επιστράτευση θεώρησε ότι η φυγή στο εξωτερικό θα ήταν μια καλή διέξοδος. Έτσι, ο συνθέτης φεύγει, με ψεύτικα χαρτιά, από τη Σμύρνη, περνάει από την Κωνσταντινούπολη και τη Ρουμανία και καταλήγει στη Δρέσδη, πόλη στην οποία κατοικούσαν κάποιοι συγγενείς του. Εκεί εγκαθίστανται για κάποιο διάστημα, αλλά, τελικά, αποφασίζει να μετακομίσει για το Βερολίνο όπου θεωρεί πως υπάρχουν περισσότερες ευκαιρίες για αυτόν. Στην πόλη αυτή θα πραγματοποιήσει, τελικά, τις σπουδές του στο πιάνο, τη σύνθεση, την ενορχήστρωση και τη διεύθυνση ορχήστρας, δίπλα σε διακεκριμένος δασκάλους, όπως ο διάσημος συνθέτης Kurt Weil και ο Paul Juon. Παράλληλα με τις σπουδές αναγκάζεται, για λόγους βιοπορισμού, να παίζει πιάνο σε καμπαρέ, θέατρα, στο βουβό κινηματογράφο και σε ζωντανές εκπομπές στο ραδιόφωνο.
Ως συνθέτης ο Γιάννης Κωνσταντινίδης πρωτοεμφανίζεται στο θέατρο με την οπερέτα «Το μικρόβιο της αγάπης» και με το ψευδώνυμο Costa Dorres. Για την ενορχήστρωση του έργου συνεργάστηκε με το μεγάλο Έλληνα συνθέτη Νίκο Σκαλκώτα με τον οποίο και συνδέθηκε φιλικά. Το 1931 αποφασίζει να επιστρέψει στην Ελλάδα λόγω της ανόδου του Ναζισμού.
Στην Ελλάδα, ο Κωνσταντινίδης ξεκινά την καριέρα του ως συνθέτης ελαφράς μουσικής με την οπερέτα η Κουμπάρα μας στην οποία και υπογράφει για πρώτη φορά με το όνομα Κώστας Γιαννίδης, αναστροφή του κανονικού του ονόματος, λόγω της συνωνυμίας του με τον ήδη καταξιωμένο συνθέτη ελαφράς μουσικής τον Γρηγόρη Κωνσταντινίδη. Ως  Γιαννίδης, ο συνθέτης, έχει την πρώτη του μεγάλη επιτυχία το 1934 με το τραγούδι «Θα ξανάρθεις» σε στίχους Αλέκου Σακελλάριου, που πρωτοερμήνευσε η Δανάη Στρατηγοπούλου. Ακολουθούν πολλές ακόμη επιτυχίες όπως: «Μην περιμένεις», «Θα ‘ρθω μια νύχτα με φεγγάρι», «Λες και ήταν χτες»,  «Λίγα λουλούδια» και πολλά ακόμα, ερμηνευμένα από διάσημες φωνές της εποχής. Μετά την απελευθέρωση, ο Κώστας Γιαννίδης ακλουθώντας το γούστο της εποχής θα γράψει αρκετά ακόμα υπέροχα τραγούδια όπως το «Τι σου λένε τα λουλούδια», «Χθες το βράδυ», αλλά και το περίφημο «Τραγούδι της Μαρίνας».
Ακόμη και την επόμενη δεκαετία, όμως, όταν το ρεμπέτικο τραγούδι αρχίζει να κερδίζει έδαφος, ο συνθέτης αποδεικνύει ιδιαίτερη προσαρμοστικότητα. Έτσι, το 1958 αρχίζει να συνθέτει και τα «Έξι λαϊκά τραγούδια» με γνωστότερο «Το τάβλι» ή «Τα νέα της Αλεξάνδρας» σε δικούς του στίχους αποδεικνύοντας την ικανότητά του σε κάθε είδος μουσικής. Το 1961 και 1962 αποσπά και δύο βραβεία στο διαγωνισμό Μεσογειακού τραγουδιού (με τα τραγούδια «Ξύπνα αγάπη μου» με ερμηνεύτρια τη Νανά Μούσχουρη και «Τα γκρίζα ματάκια» με ερμηνεύτρια την Άντζελα Ζήλεια). Επίσης, κατακτά το 1ο βραβείο στο Φεστιβάλ τραγουδιού Θεσσαλονίκης με το τραγούδι «Οι αλυσίδες» και ερμηνεύτρια την Καίτη Μπελίντα. Πολύ σημαντική, αν και όχι τόσο γνωστή, είναι και η συνεισφορά του στην μουσική επένδυση κινηματογραφικών ταινιών, όπως: «Οι Γερμανοί ξανάρχονται», «Μαντάμ Σουσού» κ.ά. Κατά τον Κ. Μυλωνά (2005), μάλιστα, ο Γιαννίδης είναι αναμφίβολα ο εισηγητής και πρωτοπόρος της κινηματογραφικής μουσικής στον τόπο μας.
Παράλληλα, με τη δραστηριότητα του ως Γιαννίδης τη δεκαετία του 1930, αλλά κυρίως από τη δεκαετία του ’40, ασχολείται έντονα και με τις καταγραφές και εναρμονίσεις δημοτικών τραγουδιών μελετώντας, κυρίως τις συλλογές του Ελβετού εθνομουσικολόγου Samuel Baud-Bovy. Σύντομα, αρχίζει να διερευνά και κάποιες δυνατότητες διαφορετικής επαγγελματικής ενασχόλησης, αισθανόμενος προσωπικό κορεσμό από τις απαιτήσεις της μουσικής επένδυσης επιθεωρήσεων και κωμωδιών. Έτσι, μεταξύ άλλων, προσλαμβάνεται στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας (1939), όπου και παραμένει μέχρι την παράδοση του σταθμού στους γερμανούς το 1941. Θα αναλάβει και πάλι υπηρεσία στο ραδιόφωνο το 1944 και αργότερα θα τελέσει διευθυντής του μουσικού προγράμματος της ΥΕΝΕΔ, εγκαταλείποντας, σταδιακά, την ελαφρά μουσική και αφιερώνοντας τα υπόλοιπα χρόνια του στην υπηρεσία της λόγιας μουσικής δημιουργίας.
Σε όλο αυτό το διάστημα, αποκρυσταλλώνονται, όλο και περισσότερο, τα κύρια συνθετικά χαρακτηριστικά του έργου του όπως: η επανάληψη της αυθεντικής παραδοσιακής μελωδίας, χωρίς επεξεργασία, η ιδιοφυείς αρμονική πλοκή με βάση την τροπικότητα και η ενορχηστρωτική ευρηματικότητα. Σύντομα ακολουθούν οι ορχηστρικές Δωδεκανησιακές σουίτες αρ. 1 και 2, οι Τρεις ελληνικοί χοροί  και, βέβαια, η Μικρασιατική ραψωδία, η οποία άρχισε να γράφεται το 1947 αλλά εκτελέστηκε ολόκληρη πολύ αργότερα (1981).  Η διεθνής αναγνώριση επέρχεται, όμως, με την εκτέλεση της Δωδεκανησιακής Σουίτας αρ. 1 στη Γενεύη το 1949, από τη διεθνούς φήμης ορχήστρα της Ρωμανικής Ελβετίας, υπό την διεύθυνση του Samuel Baud-Bovy. Κατά την περίοδο 1949-1951, γράφει πολλά έργα μουσικής δωματίου και έργα για πιάνο, μεταξύ των οποίων και τα αριστουργηματικά 44 Παιδικά κομμάτια σε ελληνικούς σκοπούς, που αποτέλεσαν και το πρώτο έργο έλληνα συνθέτη εκδόθηκε στην Αμερική (1957).
Τα επόμενα χρόνια ο Κωνσταντινίδης θα ασχοληθεί, εκτός από τη σύνθεση, με τις αναθεωρήσεις και τις εκδόσεις των έργων του των οποίων είχε την επιμέλεια. Επίσης, θα ασχοληθεί με συναυλιακές παρουσιάσεις και ηχογραφήσεις των έργων του στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Τελευταίο έργο του τα 5 τραγούδια της Προσμονής για μεσόφωνο και πιάνο το 1980.
Ο θάνατος του Γιάννη Κωνσταντινίδη, στις 17 Ιανουαρίου 1984, σχεδόν συνέπεσε με τον θάνατο του λαϊκού συνθέτη Βασίλη Τσιτσάνη, στις 18 Ιανουαρίου. Αξιοσημείωτο το γεγονός πως στην κηδεία του Τσιτσάνη παρέστη σύσσωμος ο πολιτικός και καλλιτεχνικός κόσμος, ενώ στην κηδεία του Κωνσταντινίδη παρευρέθηκαν, μαζί με τους συγγενείς, μόλις 12 άτομα, ενώ η πολιτεία υπήρξε, για άλλη μια φορά, ηχηρά απούσα, αφήνοντας στο περιθώριο έναν μεγάλο συνθέτη ο οποίος έζησε το ίδιο αθόρυβα και σεμνά όπως πέθανε.
Βιβλιογραφία-Πηγές:
·         Μυλωνάς, Κ. (1984). Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού (1824-1960). Αθήνα: Κέδρος.
·         Μυλωνάς, Κ. (2005). Μουσικά Θέματα και Πορτρέτα. Αθήνα: Κέδρος.
·         Πρόγραμμα  Ε.Λ.Σ. (2009). Το Μικρόβιο του Έρωτα. Αθήνα: Ε.Λ.Σ.
·         Σακαλλιέρος, Γ. (2010). Γιάννης Κωνσταντινίδης: Ζωή, έργο και συνθετικό ύφος. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

·         http://koinotopia.gr/index.php?option=com_content&view=article&id=522:2010-12-21-22-41-03&catid=16:2010-07-12-21-15-46&Itemid=12

Η μουσική ζωή στη Σμύρνη, γενέτειρα του Κωνσταντινίδη-πρώτες επιρροές

Η μουσική κατάσταση στη Σμύρνη στις αρχές του 20ου αιώνα παρουσιάζει μια ιδιότυπη και χαρακτηριστική πολυφωνία. Το αστικό τραγούδι με το ανατολίτικο χρώμα που είχε επικρατήσει τους προηγούμενους αιώνες, δεμένο με λαϊκούς μπάλους, ζεϊμπέκικα, αλλά και μελωδίες από οπερέτες, καντάδες, βαλς και αμανέδες άφησε τα ίχνη της στη μουσική ζωή του τόπου.
Ο συνθέτης Γιάννης Κωνσταντινίδης έζησε και μεγάλωσε σε ένα κοινωνικό και οικογενειακό περιβάλλον το οποίο φαίνεται πως επηρέασε σημαντικά τη μουσική του πορεία. Ήδη στο σπίτι η μητέρα του συχνά τραγουδούσε ιταλικές καντσονέτες με τη συνοδεία κιθάρας. Η οικογένειά του μάλιστα, συχνά περνούσε τα καλοκαίρια σε δύο συγκεκριμένα περίχωρα της Σμύρνης, στο Εβιντίκιορι και στο Μπουτζά. Σε εκείνα τα μέρη ο μικρός Γιάννης είχε την ευκαιρία να ακούσει πολλά δημοτικά τραγούδια. Χαρακτηριστικό είναι το παρακάτω γεγονός που διηγείται ο ίδιος: ένα μεσημέρι που κοιμόταν στρωματσάδα, τον ξύπνησε το τραγούδι μιας νεαρής υπηρέτριας. Σιγοτραγουδούσε την παραδοσιακή μελωδία: «Δεν είν΄ αυγή να σηκωθώ». Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο συνθέτης: «…αυτή η μελωδία, εκείνη την ώρα με άφησε ασυγκίνητο. Μου είχε μείνει όμως μέσα στο αυτί μου. Και θυμούμαι πως το χειμώνα σκεπτόμουν αυτήν τη στιγμή και μου έρχονταν δάκρυα στα μάτια. Τόσο πολύ με συγκινούσε αυτό το τραγούδι που το ΄ χω φτιάξει για τραγούδι και πιάνο. Αυτό ήταν το έναυσμα για την αγάπη μου προς το δημοτικό τραγούδι» (Λεωτσάκος, 1993, «οπ. αναφ» στο Σακαλλιέρος, 2010, σ.6).
Κατά τη διάρκεια των γυμνασιακών του σπουδών φαίνεται να εμπλουτίζεται ακόμα περισσότερο η μουσική του προσωπικότητα καθώς πραγματοποιούνται και οι πρώτες  μουσικές του σπουδές. Τα πρώτα μαθήματα πιάνου τα παίρνει από τη θεία και νονά του, την Μαρίτσα Κουτρουβή το 1911. Γύρω στην ηλικία 12-13 ετών και έχοντας λάβει στοιχειώδεις μόνο γνώσεις θεωρίας επιχειρεί να εναρμονίσει στο πιάνο το νανούρισμα «Άντε κοιμήσου κόρη μου». Η μητέρα του, παρόλο που τον υποστήριζε και ενθάρρυνε κάθε καλλιτεχνική του ανησυχία, αντιδρά αρνητικά σε αυτή του την προσπάθεια, καθώς θεωρεί ότι το πιάνο δεν μπορεί να παίξει τέτοιου είδους πράγματα. Παρόλα αυτά ο συνθέτης μας, ακόμη και σε αυτή την τόσο νεαρή ηλικία φαίνεται να βιώνει μια έντονη εσωτερική ώθηση καθώς αποκρίνεται «… θέλω να δω τι μπορεί να παίξει το πιάνο». (ηχογραφημένη συνομιλία Κωνσταντινίδη-Χριστοδούλου, «οπ.αναφ» στο Σακαλλιέρος, 2010, σ.6). Πρόκειται ίσως για τις πρώτες προσπάθειες του συνθέτη να συγκεράσει τη λαϊκή μουσική παράδοση με ένα δυτικότροπο μουσικό όργανο.
Από το 1915 μέχρι το 1918 μελετά πιάνο με την Ιώ Φατσέα. Αργότερα παίρνει μαθήματα με τον Ντ΄Αλέσιο, τον Πασκουαρέλλο και την Έλενα Μωραϊτίνη. Από το 1918 έως το 1922 συνεχίζει να μελετά μόνος του, κυρίως στο σπίτι της νονάς του και σε σπίτια φίλων που είχαν πιάνο. Είναι πάντως γεγονός πως οι, κατά καιρούς, δάσκαλοί του δεν τον ενέπνευσαν αρκετά, καθώς η διαδικασία προσέγγισης του ρεπερτορίου περιελάμβανε μεθόδους ασκήσεων τεχνικής και έργα κλασσικής εποχής που δεν του πρόσφεραν καμία μουσική απόλαυση.
Παράλληλα με τις σπουδές του, συχνά και με άκρατο ενθουσιασμό, παρακολουθεί μουσικές παραστάσεις οπερέτας στα σμυρναϊκά θέατρα. Επιπλέον, οι συναναστροφές του νεαρού στη γειτονιά φαίνεται πως αφήνουν έντονα τα σημάδιά τους στο γούστο και στην αισθητική του: καθώς οι περισσότερες οικογένειες στη συνοικία της Αγίας Αικατερίνης όπου διαμένει ήταν από τη Γαλλία, οι νεανικές παρέες και τα παιχνίδια τον μυούν γρήγορα στη γαλλική γλώσσα και κουλτούρα. Μέσω του περιοδικού La revue musical, στο οποίο γίνεται συνδρομητής, έρχεται σε τακτική επαφή με τη Γαλλική μουσική και αναπτύσσει μια ιδιαίτερη αγάπη προς τους συνθέτες, όπως ο Chopin, ο Debussy και ο Ravel. Σύντομα, πάντως, ο Κωνσταντινίδης αντιλαμβάνεται  πως αν θέλει πραγματικά να σπουδάσει μουσική, η Σμύρνη δεν είναι ο κατάλληλος χώρος. Έτσι, στις αρχές του 1922, αναχωρεί για τη Δρέσδη της Γερμανίας.

Βιβλιογραφία
·         Πρόγραμμα  Ε.Λ.Σ. (2009). Το Μικρόβιο του Έρωτα. Αθήνα: Ε.Λ.Σ.
·         Σακαλλιέρος, Γ. (2010). Γιάννης Κωνσταντινίδης: Ζωή, έργο και συνθετικό ύφος. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.
·         Σχολικό Βιβλίο Γ’ Γυμνασίου. (2004). Η μουσική μέσα από την ιστορία της
Αθήνα: Οργανισμός εκδόσεων διδακτικών βιβλίων.

Διαμονή στη Γερμάνια-επιρροές

Ο Κωνσταντινίδης, μετά από ένα περιπετειώδες ταξίδι, έφτασε στη Δρέσδη τον Μάιο του 1922. Η Δρέσδη ήταν η πόλη που επέλεξε να κάνει το ξεκίνημα του, αφενός επειδή εκεί διέμεναν κάποιοι συγγενείς του, αφετέρου γιατί ήταν μια από τις πόλεις που διέθεταν πανεπιστημιακές σχολές και συγκεντρώνονταν φοιτητές από όλο τον κόσμο. Γενικότερα, η Γερμανία ήταν ένας πολύ θελκτικός τόπος για ανώτατες σπουδές, λόγω της υψηλής φήμης των εκπαιδευτικών παροχών, αλλά και λόγω του ότι εξασφάλιζε μια αρκετά φθηνή διαμονή στους φοιτητές, λόγω της πτώσης της οικονομίας, εξαιτίας του μεσοπόλεμου.
Η Δρέσδη, χωρίς να είναι ένα από τα κορυφαία μουσικά κέντρα της Ευρώπης είχε, ωστόσο, κρατική σκηνή όπερας, θίασο μονωδών, χορωδίες, συμφωνικές ορχήστρες, ακόμη και φιλαρμονική. Η πρώτη όπερα που παρακολούθησε ήταν ο Λόενγκριν του Wagner. Ακολούθησαν και άλλες, από το σύγχρονο ρεπερτόριο της όπερας, που τον μάγεψαν λόγω, φυσικά και του υψηλού επίπεδου των εκτελέσεων. Βέβαια, ποτέ δεν σταμάτησε να ελκύεται ιδιαίτερα και από τον ιμπρεσιονισμό των Debussy και Ravel, που μελετούσε τα προηγούμενα χρόνια στη Σμύρνη.
Ο Κωνσταντινίδης μαθήτευσε στο πλάι πολλών μεγάλων δασκάλων, με σημαντικότερο τον Mraczek, ο οποίος ήταν καθηγητής στο ωδείο της πόλης και φημισμένος στους τομείς της οργανογνωσίας της ενορχήστρωσης. Καθώς, ο Mraczek βρισκόταν, ως σύνθετης, πλησιέστερα στο ύφος των Wagner και Strauss, είναι λογικό να θεωρήσουμε ότι ο Κωνσταντινίδης μελέτησε κοντά του την ώριμη και όψιμη γερμανική ρομαντική γραφή και πιθανότατα επηρεάστηκε από αυτήν.
Μέσω του Mraczek ο Κωνσταντινίδης γνώρισε τον Μενόφ έναν προχωρημένο μαθητή σύνθεσης από τη Βουλγαρία, ο οποίος είχε έρθει στη Δρέσδη για μεταπτυχιακές σπουδές. Σε αυτόν εκμυστηρεύτηκε για πρώτη φόρα την επιθυμία του να αφήσει τη Δρέσδη και να συνεχίσει τις σπουδές του στο Βερολίνο και αυτός με τη σειρά του, του σύστησε τον μελλοντικό του δάσκαλο και συνθέτη Paul Juon. Έτσι, υστέρα από ένα χρόνο, τον Ιανουάριο του 1923, αναχώρησε για το Βερολίνο, πόλη που αποτελούσε τότε ένα από τα σημαντικότερα μουσικά κέντρα. Εκεί, ήρθε σε επαφή με σημαντικές προσωπικότητες και σπουδαίους μουσικούς, όπως ο Δημήτρης Μητρόπουλος και έκανε στενές φιλίες που τον βοήθησαν να εξελιχτεί. Η σημαντικότερή του, όμως, γνωριμία ήταν με τον Νίκο Σκαλκώτα, μια γνωριμία που οδήγησε σε μια δυνατή φιλία, η οποία κράτησε και τα οχτώ χρόνια της διαμονής του στο Βερολίνο. Παράλληλα, είχε τη δυνατότητα να παρακολουθεί εμφανίσεις πολλών καταξιωμένων μουσικών όπως ο Stravinsky, o Prokofiev, o Bartok και ο Schoenberg.
Επόμενος στόχος του η Κρατική Μουσική Ακαδημία του Βερολίνου. Τον Μάιο του 1924 ο Κωνσταντινίδης άρχισε να ετοιμάζεται για τις εισαγωγικές εξετάσεις. Οι απαιτήσεις ήταν όμως ιδιαίτερα υψηλές. Πέρασε με άνεση από όλα τα στάδια, πλην του τελευταίου που αφορούσε ασκήσεις ακουστικής ικανότητας. Έτσι, αποφάσισε να παρακολουθήσει τα βασικότερα μαθήματα ως απλώς ακροατής, ενώ δυστυχώς, και τα πρώτα τα οικονομικά προβλήματα άρχισαν ήδη να διαφαίνονται στον ορίζοντα.
Η ανάκαμψη της γερμανικής οικονομίας, από το 1924, είχε ως συνέπεια να αυξηθεί κατακόρυφα και το κόστος ζωής, πράγμα καταστροφικό για τους Έλληνες φοιτητές. Δεν ήταν κάτι ασυνήθιστο, λοιπόν, οι φοιτητές μουσικής να ασχολούνται βιοποριστικά με την ελαφρά μουσική. Έτσι και ο Κωνσταντινίδης άρχισε να εργάζεται ως πιανίστας. Στις αρχές, κυρίως, σε μουσικά καφενεία και το βουβό κινηματογράφο. Έπειτα και σε νυχτερινά χορευτικά κέντρα, ακόμη και σε διάσημα βερολινέζικα καμπαρέ όπως, οι Σφήκες. Η ενασχόλησή του με το ελαφρύ τραγούδι της εποχής εκείνης στη Γερμανία σημάδεψε και τη μετέπειτα πορεία του στην Ελλάδα στην οποία αποφάσισε να επιστρέψει το 1931.
Βιβλιογραφία:
·         Πρόγραμμα  Ε.ΛΣ. (2009). Το Μικρόβιο του Έρωτα. Αθήνα: Ε.Λ.Σ.
·         Σακαλλιέρος, Γ. (2010). Γιάννης Κωνσταντινίδης: Ζωή, έργο και συνθετικό ύφος. Θεσσαλονίκη: University Studio Press.

Ο Κωνσταντινίδης και η μουσική ζωή στην Αθήνα

Στις τρεις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ο βασικός χώρος μέσα στον οποίο κινείται και υπάρχει το ελληνικό τραγούδι είναι η σκηνή του θεάτρου και κυρίως η επιθεώρηση και η οπερέτα. Έτσι, η επιτυχία ενός τραγουδιού εξαρτάται αποκλειστικά από την καριέρα που θα κάνει μέσα στο θέατρο. Καθώς, όμως, το γραμμόφωνο και ο δίσκος μπαίνουν στα σπίτια των Ελλήνων ο κόσμος σιγά σιγά αρχίζει να απομακρύνεται από το θέατρο. Η αποδέσμευση του τραγουδιού από τη σκηνή θα συμπέσει με την οριστική λήξη της οπερέτας και την ίδρυση του πρώτου ραδιοφωνικού σταθμού το 1938. Μόνο η επιθεώρηση θα συνεχίσει να είναι ένα εργοστάσιο παραγωγής τραγουδιών περισσότερο πρωτότυπων αυτή τη φορά σε σχέση με το παρελθόν και χωρίς τις αντιγραφές ξένων επιτυχιών.
Όταν ο Γιάννης Κωνσταντινίδης επιστρέφει στην Ελλάδα το 1932 μεσουρανεί το άστρο του Αττίκ και του Χαιρόπουλου. Αρχικά στρέφεται και αυτός προς την οπερέτα και την επιθεώρηση που του παρείχαν δυνατότητες βιοπορισμού, με το ψευδώνυμο Κώστας Γιαννίδης. Λίγο αργότερα θα κάνει την είσοδό της και η Αμερικάνικη μουσική εξασφαλίζοντας ένα μεγάλο μερίδιο στις προτιμήσεις του κοινού. Έτσι, σύντομα, μέσα στον ίδιο μουσικό χώρο θα συνυπάρχουν τα φοξ τροτ και τα ταγκό, τα τραγούδια του κρασιού και της ταβέρνας, τα βαλσάκια και οι χαμπανέρες, μαζί με τις καντάδες και οι αμερικάνικοι ρυθμοί της τζαζ μαζί με τα χορωδιακά σύνολα που συγκροτούν οι νοσταλγοί του παλιού καλού καιρού. Ο Κώστας Γιαννίδης, σε συνομιλία που είχε με τον Κώστα Μυλωνά, παρατηρεί πως οι δισκογραφικές εταιρίες, βλέποντας τις αυξημένες πωλήσεις των ξένων δίσκων που είχαν χορευτικούς ρυθμούς, υποχρέωναν τους Έλληνες συνθέτες και τον ίδιο να γράφουν σε τέτοιους ρυθμούς κάτι που τον ενοχλούσε ιδιαίτερα (Μυλωνάς, 1984). Ωστόσο, παρά τη σκληρή εμπορική πραγματικότητα, ο Γιαννίδης κατάφερε, έστω και κάτω από αυτές τις συνθήκες, να δώσει τραγούδια ανεπανάληπτα όπως το «Σαν και απόψε», το « Έρι», «το τραγούδι της Μαρίνας» που είχαν σημαντικές πωλήσεις, χωρίς να έχουν χορευτικούς ρυθμούς αποδεικνύοντας ότι η ποιότητα δεν είναι, πάντα, αντιεμπορική.
Η μουσική δραστηριότητα του Γιαννίδη στο χώρο του τραγουδιού, χάρις την ιδιαίτερη προσαρμοστικότητά του σε όλες τις συνθήκες, καλύπτει ένα χρονικό φάσμα τριών δεκαετιών από το 1932 έως το 1964 και δε θα πάψει να δημιουργεί επιτυχίες, ακόμα κι όταν το σκηνικό αλλάζει τελείως με την άνοδο του ρεμπέτικου. Μάλιστα δεν θα διστάσει να γράψει και το γνωστό τραγούδι «Τα νέα της Αλεξάνδρας» αποδεικνύοντας και την αγάπη του στο λαϊκό τραγούδι αλλά και την ικανότητά του να συνθέτει κάθε είδους μουσική.

Βιβλιογραφία
·         Μυλωνάς, Κ. (1984). Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού (1824-1960). Αθήνα: Κέδρος.
·         Μυλωνάς, Κ. (2005). Μουσικά Θέματα και Πορτρέτα. Αθήνα: Κέδρος.

Διερεύνηση των αισθητικών και υφολογικών διαφοροποιήσεων των δύο καλλιτεχνικών ταυτοτήτων του συνθέτη

Ο Γιάννης Κωνσταντινίδης ως λόγιος συνθέτης:

Η μελέτη του παραδοσιακού μουσικού υλικού, κυρίως την περίοδο 1935-1943, σε συνδυασμό με τις επιδράσεις που δέχθηκε ο συνθέτης στη γενέτειρά του τη Σμύρνη και τη διαμονή του στη Γερμανία αποτελούν τη βάση για την ανάπτυξη της λόγιας συνθετικής του δημιουργίας.
Ο σύνθετης μελέτησε συλλογές με καταγραφές δημοτικών τραγουδιών, όπως των Samuel Baud-Bovy, Γ. Παζτικού, Σ. Περιστέρη, από τις οποίες δανείστηκε υλικό για τις μετέπειτα συνθέσεις του. Οι μελωδίες των έργων του, γεωγραφικά, προέρχονται, κυρίως, από τα Δωδεκάνησα και τη Μ. Ασία και λιγότερο από την ηπειρωτική Ελλάδα. Πρόθεσή του ήταν η διάσωση του μη καταγεγραμμένου παραδοσιακού υλικού, μέσω της συνθετικής διαδικασίας, βάζοντας στην άκρη, τις περισσότερες φορές, την προσωπική του έμπνευση. Εκτός, όμως, από το παραδοσιακό μέλος, οι τρεις σύνθετες που φαίνεται πως του άσκησαν ιδιαίτερη επιρροή, ήδη από τα πρώτα δημιουργικά του χρόνια ήταν ο C.Debussy, ο M.Ravel και ο B.Bartok.
O Κωνσταντινίδης, γενικά, αναζητούσε ακούσματα που να ξεφεύγουν από το βασικό σύστημα αλληλουχίας συγχορδιών του μείζονα-ελάσσονα τρόπου. Επιδίωκε δε να πετύχει την ποικιλία στη σύνθεση μόνο με την αρμονική επένδυση και τη ρυθμική υπογράμμιση του υλικού που είχε στα χεριά του. Σύμφωνα με τον Γ. Σακαλλιέρο (2010), αν θέλαμε να απαριθμήσουμε τα χαρακτηριστικά του έργου του θα μπορούσαμε να τα συνοψίσουμε στα εξής:
  • πιστή μεταφορά της παραδοσιακής μελωδίας στο συγκερασμένο τονικό μουσικό σύστημα,
  • αποφυγή ρυθμικής και διαστηματικής επεξεργασίας της μελωδίας,                                                                                                                                                                                                
  • μελωδίες που επαναλαμβάνονται, χωρίς να αλλοιώνονται μέσα στο έργο,
  • αρμονική επένδυση του μελωδικού υλικού, ως αυτόνομη συνθετική διαδικασία,
  • παράθεση μουσικών τμημάτων σε μορφή σουίτας,
  • εμφάνιση μελωδικών, αρμόνικων και ρυθμικών χαρακτηριστικών που προσδιορίζουν την ιστορική θέση του παραδοσιακού μέλους μέσα στη λόγια δημιουργία του συνθέτη.
                                                                                                                                                                     Ο αρχιμουσικός Βύρων Φιδωτής διαπιστώνει, επιπλέον, πως η μουσική γραφή στον Γιάννη Κωνσταντινίδη διαμορφώνεται σε δυο επίπεδα: στη μελωδία και την αρμονική συνοδεία η οποία αποτελεί τη γέφυρα σύνδεσης μεταξύ της παραδοσιακής μελωδίας και της απόλυτα προσωπικής συνθετικής συμβολής (Σακαλλιέρος, 2010). Συνοψίζει δε τα χαρακτηριστικά του έργου του ως εξής:                                 
  • αδιαμφισβήτητη σχέση με την ελληνική δημοτική μουσική,
  • ιδιαίτερος τρόπος που συνδέεται το μέλος και ο εκφορέας του (δηλαδή τα όργανα) με το συνηχητικό φαινόμενο (αρμόνια – αντίστιξη),
  • αποφυγή κάθε έννοιας θεματικής ανάπτυξης, εξ ου και ο χαρακτηρισμός της συγκεκριμένης μουσικής ως ορχηστρικής και όχι ως συμφωνικής,
  • συνειδητή επιλογή της σύντομης δομικής μορφής,
  • αιωρούμενη ή δισυπόστατη αρμόνια και ποικίλη ενορχήστρωση, ώστε να δικαιώνεται η επανάληψη ως το κύριο εξελικτικό μέσο της μουσικής.                                                                                                                                                                                                                                                                      
Ο Κώστας Γιαννίδης, ως συνθέτης ελαφράς μουσικής:

Ο Γιαννίδης εγκαθίστανται στην Αθηνά μόνιμα το 1931. Γραφεί ένα πλήθος τραγουδιών με ιδιαίτερη μουσική ταυτότητα και ξεχωριστή ποιότητα. Μάλιστα, συμβαίνει και το σπάνιο φαινόμενο, το ποσοστό των μεγάλων επιτυχιών του να είναι σχεδόν ισάριθμο με το σύνολο της παραγωγής του.
Είναι ο σύνθετης που πλουτίζει την αρμονική γλώσσα με νέα ακούσματα, ευγενικό ήχο, βαθιά και απλή έκφραση, στρωτές και ευρηματικές μελωδίες που δίνουν στα τραγούδια έναν εξαίσιο λυρισμό. Επιπλέον, δημιουργεί καλαίσθητες και απερίγραπτα όμορφες ενορχηστρώσεις οι οποίες ακολουθούν πίστα την προσωδία της μελωδικής εξέλιξης. Ο διάλογος των οργάνων είναι μεστός και καλοβαλμένος και συνοδεύει τη φωνή με μουσικά αντιθέματα, σωστά επιλεγμένα, ως «ένα τραγούδι μέσα στο τραγούδι» (Μυλωνάς, 2005). Βασικό στοιχείο επίσης, αποτελεί και η πρωτότυπη τολμηρή, αλλά και συνάμα, απλή αρμονική λύση.                              
Σύμφωνα με τον Μυλωνά (1984), ο συνθέτης άνοιξε νέες προοπτικές στο τραγούδι, υιοθετώντας ένα λυρικό και ομοιογενές ύφος, με έντονο το στοιχείο της αισθητικής αναζήτησης και της ανανέωσης. Οι ενορχηστρώσεις είναι λιτές, ουσιώδεις, χωρίς περιττά μουσικά στολίδια και άσκοπους δεξιοτεχνικός ακροβατισμούς. Η κλασική μουσική παιδεία του Γιαννίδη χαρίζει σοβαρότητα στα τραγούδια του, ενώ και το ύφος του, καθαρά μεσογειακό διέπεται από την ευγένεια και τη χάρη του αττικού τοπιού…
Βιβλιογραφία
·         Μυλωνάς, Κ. (1984). Ιστορία του Ελληνικού Τραγουδιού (1824-1960). Αθήνα: Κέδρος
·         Μυλωνάς, Κ. (2005). Μουσικά Θέματα και Πορτρέτα. Αθήνα: Κέδρος
·         Παρτιτούρες Μουσικής. Τα Τραγούδια του Κώστα Γιαννίδη. Αθήνα: Φίλιππος Νάκας
·         Σακαλλιέρος, Γ. (2010). Γιάννης Κωνσταντινίδης: Ζωή, έργο και συνθετικό ύφος. Θεσσαλονίκη: University Studio Press

Ο Κωνσταντινίδης και Εθνική Μουσική Σχολή

Η Εθνική μουσική σχολή δημιουργήθηκε στις αρχές του 20ου αιώνα και αποτελεί καρπό της κοινωνικής και πνευματικής αναγέννησης της εποχής εκείνης. Οι κυριότεροι θεμελιωτές της σχολής κατά τις πρώτες δύο δεκαετίες θεωρούνται οι: Δ. Λαυράγκας, Γ. Λαμπελέτ, Μ. Βάρβογλης, Α. Ριάδης και φυσικά ο Μανώλης Καλομοίρης που θεωρείται ο θεμελιωτής της νεοελληνικής μουσικής και αυτός που την προσανατόλισε στα πρότυπα και στα ιδανικά των άλλων εθνικών σχολών της Ευρώπης. Αλλά και οι συνθέτες Α. Νεζερίτης, Α. Ευαγγελάτος, Θ. Καρυωτάκης  και Σ. Μιχαηλίδης ακολουθούν, τα επόμενα χρόνια, το δρόμο της Εθνικής μουσικής σχολής.
Κοινά χαρακτηριστικά όλων των συνθετών της νεοελληνικής εθνική σχολής αποτελούν:

  • ·         η χρήση λαϊκών τραγουδιών και μοτίβων
  • ·         η μεγάλη ρυθμική ποικιλία
  • ·         η ιδιότυπη αρμονική γλώσσα

Η συνθετική εργασία του Γιάννη Κωνσταντινίδη χαρακτηρίζεται από την ευαισθησία της τροπικής επεξεργασίας των μουσικών της θεμάτων και στηρίζεται, σχεδόν αποκλειστικά, στην εκμετάλλευση του λαϊκού πλούτου της Ελλάδας. Για το λόγο αυτό κατατάσσεται αδιαμφισβήτητα στους συνεχιστές της νεοελληνικής εθνικής σχολής. Στο έργο του, όμως, έχει προστεθεί και η δική του ιδιαίτερη πινελιά, μια λεπταίσθητη αύρα ιμπρεσιονιστικής φινέτσας, η οποία έχει ως σκοπό να αναδείξει το μέλος, με όσο το δυνατό μεγαλύτερο σεβασμό.

Βιβλιογραφία

·         Λεούση, Λ. (2003). Ιστορία της Ελληνικής Μουσικής. Αθήνα: Άγκυρα
·         Μυλωνάς, Κ. (2005). Μουσικά Θέματα και Πορτρέτα. Αθήνα: Κέδρος.
·         Nef, K. (1985). Ιστορία της Μουσικής, (προσθήκη Φ. Ανωγειανάκη). Αθήνα: Ν. Βότσης.
·         Φιδετζής, Β. (2013). Αναμνήσεις από τον Γιάννη Κωνσταντινίδη. Πολύτονο, 60, 34-35.

Για οπτικοακουστικό υλικό της εκδήλωσης ακολουθήστε τα παρακάτω link:

https://www.youtube.com/watch?v=OiA98CiVi2s                                                                                  





Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου